- δίλογος
- -η, -οαυτός που είναι δύο τύπων, δύο λογιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δίλογος — η, ο (AM δίλογος) 1. διφορούμενος 2. διπρόσωπος, αμφίλογος νεοελλ. 1. (για πράγμ.) αυτός που έχει δύο αποχρώσεις ή μορφές, ο δύο λογιών 2. (για υφάσματα) αυτός που έχει δυο όψεις (καλή και ανάποδη). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. < δι* + λογος < λέγω… … Dictionary of Greek
δίλογον — δίλογος double tongued masc/fem acc sg δίλογος double tongued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διλόγους — δίλογος double tongued masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίλογοι — δίλογος double tongued masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
διλογία — η (AM διλογία) [δίλογος] 1. επανάληψη λέξης ή φράσης (και ως ρητορικό σχήμα) νεοελλ. 1. διφορούμενη, αμφίβολη έννοια λόγου 2. θεατρικό έργο που απαρτίζεται από δύο ξεχωριστά δράματα ή έχει διπλή υπόθεση αρχ. αντίφαση στα λόγια, διφασία … Dictionary of Greek
διλογίζω — και διλογάω [δίλογος] έχω δύο αποχρώσεις, δύο χρώματα … Dictionary of Greek
διλογώ — διλογῶ ( έω) (Α) [δίλογος] λέω δύο φορές το ίδιο πράγμα … Dictionary of Greek
ԵՐԿԲԱՆ — (ի, ից.) NBH 1 0691 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 9c, 12c ա. δίλογος bilinguis, fallax Երկխօս. երկլեզու. խաբեբայ. ... *Նոյնպէս եւ զսարկաւագունս պարկեշտս, մի՛ երկբանս. ՟Ա. Տիմ. ՟Գ. 8: *Զերկբանսն եւ զերկխօսսն իբրեւ զհրապարականէծս ի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)